- Τριτοπατέρες
- Τριτο-πᾰτέρες, οἱ, = sq.,A ancestors, Berl.Sitzb.1927.158 ([place name] Cyrene).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριτοπατέρες — οἱ, Α οι πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + πατήρ] … Dictionary of Greek